αγρότης

αγρότης
ο
θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ' αυτούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”